Ο γηγενής πληθυσμός του Νησιού του Πάσχα, που ήταν μόνο μερικές χιλιάδες όταν ανακαλύφθηκε το 1722 (και αργότερα ελαττώθηκε από Περουβιανούς σωματέμπορους σκλάβων στο 19ο αιώνα μέχρι μία εκατοστή ψυχές), θεωρούταν πολύ μικρός για μια μαζική παραγωγή τέτοιων κολοσσών και ειπώθηκε ότι το Νησί του Πάσχα ήταν κάποτε μέρος μιας μεγαλύτερης χερσαίας περιοχής που θα μπορούσε, όπως και στην περίπτωση της Αιγύπτου να προμηθευτεί τον αναγκαίο αριθμό εργατών. Πράγματι, φαινόταν αδύνατο για τους κατοίκους να μεταφέρουν και να τοποθετήσουν τους ογκόλιθους όρθιους και μετά να ανεβάσουν τα κόκκινα καπέλα στα κεφάλια τους, κάτι που με τα σύγχρονα μηχανήματα θα ήταν αρκετά δύσκολο.
Ωστόσο, ο Θορ Χάγιερνταλ, αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη των ιθαγενών, βρήκε ότι υπήρχαν κατάλοιπα κάποιου θρύλου ανάμεσά τους σχετικού με το ανασήκωμα των πέτρινων αγαλμάτων και μάλιστα φωτογράφησε μια τέτοια επιχείρηση που έγινε από πολλούς εργάτες που χρησιμοποίησαν μακριά κοντάρια σαν μοχλούς, σκοινιά σωρούς από μικρότερες πέτρες σαν υπομόχλια και υποστηρίγματα. Η ψυχολογική προετοιμασία των εργατών έγινε με τραγούδια και τελετές που κράτησαν μια ολόκληρη νύχτα (περιλαμβανομένου και ενός τελετουργικού χορού μιας παρθένας) και τους εμψύχωναν για να δουλέψουν με συγχρονισμό και τέλεια αρμονία. Πάντως, αυτό που μένει ακόμα αβέβαιο είναι το γιατί οι πρόγονοί τους έφτιαξαν τόσα πολλά αγάλματα και γιατί η κατασκευή τους σταμάτησε τόσο απότομα. Οι αυτόχθονες παραδόσεις μιλάνε για πολέμους ανάμεσα σε φυλές και κάστες, αποδεκατισμούς και σφαγές που κατέληξαν σε κανιβαλισμό, ένα είδος «κατάβασης στον Άδη» ενός πρώην αναπτυγμένου πολιτισμού.
* οι εικόνες είναι τυχαίες από το internet